-
1 неважно
неважно 1. нареч. (не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα· чувствовать себя \неважно δεν αισθάνομαι και τόσο καλά 2. лредик. (несущественно): это \неважно αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία* * *1. нареч.( не совсем хорошо) όχι καλά, άσχημα2. предик.чу́вствовать себя́ нева́жно — δεν αισθάνομαι και τόσο καλά
э́то нева́жно — αυτό δεν πειράζει, δεν έχει σημασία
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek